Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

     O Kαρυωτάκης υπήρξε απ'τις πρώτες μου επαφές με την ποίηση,και με ενέπνευσε στις πρώτες μου απόπειρες γραφής.Ήταν η ευαισθησία και οι προβληματισμοί της νιότης που έδιναν μια αίγλη στα πεσιμιστικά αναγνώσματα.Ήταν και η τελευταία πράξη της ζωής του που σφράγιζαν με μία τραγικότητα την ποίησή του.
    Ο ποιητής αποτελεί προφητική μορφή,δεν πρόκειται για μια ακόμη απαισιόδοξη φωνή στην ποίηση.Περιγράφει την σήψη και την κατάρρευση του τότε,αλλά και του σύγχρονου πολιτισμού.Ο λόγος του ακόμη ζωντανός και επίκαιρος φωνάζει μέσα σε έναν ιδεολογικό και ηθικό σχετικισμό,βοηθάει να δούμε όπως είναι στην πραγματικότητα ο κόσμος χωρίς την "ορθόδοξη έξοδο προς την ύπαρξη".Και αρκούν κείμενα σαν το παρακάτω για να επιχειρίσουμε μια "δεύτερη ανάγνωση" στον μεγάλο ποιητή.

ΤΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ
Ι
Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη.Γιατί έχει την όψη του ιδανικού.Και τόνομά της είναι ένα θαυμαστικό. 
   Δεν θυμάμαι το πρώτο αντίκρυσμα της.Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από την κορφή,φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια.Παιδί ακόμα,εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της.Ξαπλωμένος στην αμμουδιά εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν.Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου.Οι αύρες μου άγγιζαν τα μαλλιά.Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια.Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα,ο ήλιος,τα λευκά σύννεφα,η μακρινή βοή της.
   Αλλά η θάλασσα,επειδή ήξερε,είχεν αρχίσει το τραγούδι της,το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.
   Είδα πολλά λιμάνια.Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές.Κουρασμένα πλοία,με ονόματα περίεργα,εξωτικά,ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους.Άνθρωποι σκεφτικοί,ώριμοι από την άλμη,ανέβαιναν σταθερά τις απότομες,κρεμαστές σκάλες.Άγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.
   Ύστερα ενύχτωσε.Μία κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα μόλις εύρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων,αργών κυμάτων.Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική,εσωτερική αιτία και άπλωναν πλησιάζοντας,για να σπάσουν απαλά,βουβά.Όλα τ'άλλα,ο ουρανός,τα βουνά αντίκρυ,το ανοικτό πέλαγος-ένα τεράστιο μαύρο παραπέτασμα. 


ΙΙ
   Έζησε κανείς θλιβερά πράγματα.(Σπίτια μαύρα,κλειστά αναιμικά εξόριστα δένδρα του δρόμου.Η "μαντάμα" μετράει απογοητευμένη τις μάρκες της.Στην πλατεία οι λούστροι κουρασμένοι να κάθονται,σηκώνονται και παίζουν μεταξύ τους.Ο νέος νομάρχης,με μονόκλ,επροσφώνησε τους υπαλλήλους.Δίπλα εξύπνησαν για να πάρουν το τραίνο.Ποτά ανδρών 10 δραχ.,ποτά γυναικών 32.50).Στον άνεμο ανοίγει ένα παράθυρο ή έρχεται μπροστά μας.Όλα ξεχνιούνται.Είναι εκεί,άσπιλη,απέραντη,αιώνια.Με το πλατύ της γέλιο σκεπάζει την ασχήμια μας.Με τη βαθύτητά της μυκτηρίζει.Η ψυχή του εμπόρου πεθαμένη και περπατεί.Η ψυχή της κοσμικής κυρίας φορεί τα πατίνια της.Η ψυχή του ανθρώπου λούζεται στην αγνότητα της θαλάσσης.Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και ο πόνος μας την έκφρασή του.

(Κ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΙTHAKI WARRIOR

 Κατεβήκαμε στις 5 απ'το πλοίο Πήγα να χαιρετήσω τον κόσμο.Μηχανη,γέφυρα, κουζίνα  Ο ήλιος πορτοκαλί μέσα σε σκόνη Το πλοίο καλά  φορτωμ...