Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ'τον
εαυτό τους.
δαγκώθηκαν,στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα,
δαρθήκανε
σαν δύο ανυπεράσπιστοι εχθροί,σε μια στιγμή,αλλόφρονες,
ματωμένοι,βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί,που λίγο πριν ξεψυχήσουν,θαρρούν πως βλέπουν
φώτα,κάπου μακρυά.
Κι όταν ξημέρωσε,τα σώματά τους σα δύο μεγάλα ψαρο-
κόκκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού.
(Τάσος Λειβαδίτης)
εαυτό τους.
δαγκώθηκαν,στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα,
δαρθήκανε
σαν δύο ανυπεράσπιστοι εχθροί,σε μια στιγμή,αλλόφρονες,
ματωμένοι,βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί,που λίγο πριν ξεψυχήσουν,θαρρούν πως βλέπουν
φώτα,κάπου μακρυά.
Κι όταν ξημέρωσε,τα σώματά τους σα δύο μεγάλα ψαρο-
κόκκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού.
(Τάσος Λειβαδίτης)