Ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου
Νηστεύει ἡ ψυχή μου ἀπό πάθη
καί τό σῶμα μου όλόκληρο τήν ἀκολουθεῖ.
Οἰ ἀπαραίτητες μόνο ἐπιθυμίες
καί τό κρανίο μου ὀλημερίς χῶρος μετανοίας
ὅπου ἠ προσευχή παίρνει τό σχῆμα θόλου.
Κύριε ἀνῆκα στους ἐχθρούς σου
σύ εἶσαι ὃμως τώρα που δροσίζεις
τό μέτωπο μου ὡς γλυκύτατη αὒρα.
Ἔβαλες μέσα μου πένθος χαρωπό
καί γύρω μου
ὅλα πια ζοῦν καί λάμπουν.
Σηκώνεις τήν πέτρα και το φίδι
φεύγει και χάνεται.
Ἀπ΄την ἀνατολή ὥς τό βασίλεμα τοῦ ἥλιου
θυμᾶμαι πώς εἷχες κάποτε σάρκα και οστά για μένα.
Ἡ νύχτα καθώς τήν πρόσταξες ἁπαλά με σκεπάζει
κι ὁ ὕπνος που ἄλλοτε ἔλεγα πώς ὁ μανδύας του
με χίλια σκοτάδια εἶναι καμωμένος
ὁ μικρὀς λυτρωτής-ὅπως ἔλεγα-
με παραδίδει ταπεινά στα χέρια σου.