Επιστρέφοντας από
κάποιο μακρύ περίπατο,
σταματούσε πάντα
στην παλιά βρύση για λίγο,
αφουγκραζόταν την μανία των άστρων να κυνηγούν το άπειρο
και έπειτα όδευε προς
τον αχυρώνα με τους επαίτες ,
είχε μόλις
αρχίσει να βρέχει,
τα παιδιά σαν
σπουργίτια σκόρπισαν στα σπαρτά,
τότε πλησίασε
ιδρωμένος απ’τον κάματο της μέρας
ξεσκονίζοντας από πάνω του το σκοτάδι,
-Ήρθες; ψιθύρισα,
αποδέχθηκες λοιπόν την Ανάσταση;
-Πώς αλλιώς θα
στεκόμουν, αποκρίθηκε
με αυτά μονάχα τα εναπομείναντα
αιχμηρά
δευτερόλεπτα στην τσέπη.
Προσμονή.
ΑπάντησηΔιαγραφή