Στέκω στην άκρη του κήπου
-οι φύλακες άφαντοι-
απορημένος με την σφοδρότητα του καιρού
βήματα οδηγημένα
μέσα στην θύελλα
ομιχλώδης ορίζοντας μετά την ιστορία
ο ήρωας ζητά ανάσες
καθώς οδεύει προς το αμετάκλητο
ούτε οι δάφνες τον εμποδίζουν
να κλάψει
αντάμα με τους κακόμοιρους
με τις ενοχές σαν όρνεα
πάνω απ’τους ώμους
ανώφελο στο μυαλό
το αίσθημα καθώς μ’εξισώνει
με τις σκιές
και όντως πολύ σκοτάδι
εισέρχεται
δια της εκδικήσεως
ως ροπής προς τον άλλον
τόση η βιασύνη να επιδεικνύεις
ως κορώνα την μόνωση
απ'τον κόσμο
είχαμε φουντάρει
-οι φύλακες άφαντοι-
απορημένος με την σφοδρότητα του καιρού
βήματα οδηγημένα
μέσα στην θύελλα
ομιχλώδης ορίζοντας μετά την ιστορία
ο ήρωας ζητά ανάσες
καθώς οδεύει προς το αμετάκλητο
ούτε οι δάφνες τον εμποδίζουν
να κλάψει
αντάμα με τους κακόμοιρους
με τις ενοχές σαν όρνεα
πάνω απ’τους ώμους
ανώφελο στο μυαλό
το αίσθημα καθώς μ’εξισώνει
με τις σκιές
και όντως πολύ σκοτάδι
εισέρχεται
δια της εκδικήσεως
ως ροπής προς τον άλλον
τόση η βιασύνη να επιδεικνύεις
ως κορώνα την μόνωση
απ'τον κόσμο
είχαμε φουντάρει
μέγα κατόρθωμα
η απόγνωση
στις ρωγμές
των απόκρυφων
στεναγμών
παρέλαση χορών μαρτύρων της αγάπης
έλεγα
γιατί συνήθως η ησυχία ερχόταν
με κάποια
σφοδρότητα
και είχα ελάχιστα ανταλλάγματα
στη συνδιαλλαγή
των παθών.