Η Eglantina αναπαυόταν στη γωνιά του δρόμου,αριθμός
540
δεκαεννιά ανάσες
είχαν απομείνει πριν ακουστεί ο κρότος
στην αρχή υπήρξε
πόνος
λίγο έντονος
ύστερα η απορία
των θανόντων
και μετά μια
λευκή νύχτα που καιροφυλαχτώντας
μπούκαρε απ'τις
ανοιχτές πληγές
τότε άρχιζε των
εκδορέων η δουλειά
αφού πληρώνονταν
καλά
αφαιρούσαν
μεθοδικά την πηχτή ακόμη πλησμονή,κλείνοντας όλους τους πόρους
το φως ήταν
άχρηστο σ'αυτή την ακινησία
το ίδιο και οι
ανανήψεις
όταν ανοίγονταν
πλήρως η μέσα καρδιά
όλες οι αρνήσεις
που συγκρατούσαν τους αρμούς
απελευθέρωναν το
άρωμα
που είχε
αποκτηθεί κατά την τελευταία εκπνοή.
(Δημοσιευμένο στο περιοδικό Πνοές λόγου & τέχνης,τεύχος 46-47)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου