Ο Νίκος Καρούζος πέθανε
πότης και πάμφτωχος,αφού προηγουμένως διέλυσε με φροντίδα τη ζωή του.Έλεγε ότι
το κοινωνικό του εγώ είναι μια ενόχληση,ότι για να είναι σε θέση να γράφει
όφειλε να προσεγγίσει μια σφαίρα μηδενός.Έλεγε επίσης ότι αυτό που διέκρινε την
ποίησή του ήταν το γεγονός ότι ήταν απόλυτα βιωμένη.Καθώς ήταν,μάλλον,η
μοναδική αληθινή ζωή του.
Αν αυτές οι βιωματικές
λεπτομέρειες και αυτές οι προθέσεις φωτίζουν κατάλληλα το έργο του
Καρούζου,αυτό δεν συμβαίνει λιγότερο με τα ποιήματά του. Ό,τι διαβάζουμε στην
ποίηση μας παρουσιάζεται συνήθως ως το
αποτέλεσμα μιας εργασίας,μιας δόμησης μιας αποσταθεροποίησης.Η ποίηση του
Καρούζου,ωστόσο αφήνοντας κατά μέρος κάθε αξιολογική κρίση,μου βάζει τρικλοποδιά όπως καμιά άλλη.Αυτό που διαβάζω είναι άραγε μια σχεδόν πρωτογενής
παρόρμηση,ένα προϊόν αυτόματης γραφής,ή μήπως ένα κείμενο ξαναγραμμένο δέκα
φορές,εκατό φορές-λίγο ενδιαφέρει,γίνεται αισθητός στο σημείο αυτό ένας κοχλασμός,μια παρέκκλιση,γίνεται
αισθητή η ποίηση εν τω γίγνεσθαι,μέσα στην έξαψη,την επείγουσα ανάγκη,τη
βία,και επίσης τον σκοτεινό λόγο-γιατί δεν υπάρχει χρόνος για εξηγήσεις,δεν
πρέπει να ξεφύγει από τα χέρια αυτό που τρέχει μπροστά και στη μέση αυτού του
μένους,διακρίνω την ίδια στιγμή ένα είδος αθωότητας(άρνηση του ποιητή να
υπολογίσει,να είναι μετρημένος;)κι ακόμη ξεπηδώντας στην επιφάνεια εδώ κι
εκεί,ένα παράξενο χιούμορ αλλοπαρμένο.’’Υπήρξα πάντα παίκτης’και ‘’Αυτό που
μ’έσωσε ήταν το χιούμορ’’’λέει ο Καρούζος.

Ο Καρούζος.αυτός ο
άγριος θα γίνει άραγε ένας κλασικός;Αυτό
που είναι σίγουρο είναι ότι οι νεότεροι Έλληνες ποιητές ,στην πλειονότητά τους,τον
έχουν τοποθετήσει εδώ και καιρό στο πάνθεον τους.
Του Μισέλ Βόλκοβιτς,περ.Διαβαζω αρ.393
(το κείμενο είναι απ’ το σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση
των ποιημάτων στα Γαλλικά)