Ὁ καθένας πού περνᾶ ἀπό τόν δημόσιο
μέ φορτωμένα τά ζῶα του
δέ βλέπει ἐδῶ παρά ἀλλοτροπικά
μορφώματα καί λίθους γρανίτη.
Ὁ καθένας
φροντίζοντας μέ τή δουλειά του
νά κατοχυρώσει μέσα στά βάσανα
ὃπως τό ἀναγνωρίζει
τό ἐγώ του στόν καθρέφτη
δέν μπορεῖ να διακρίνει τήν ὓπαρξη
στήν ἐρημιά καί τή σιωπή
ὃπου δέν ὐπάρχει φλόγα
νά ζεστάνει ἢ νά φωτίσει.
Ὃλα τά μέλη τῆς φύσης ἐδῶ
γίνονται στάχτη, καπνιά
πού σκεπάζει τῆς ἡμέρας τό πρόσωπο
ἁμαρτωλό ἀποστάζοντας
κρῦον ἱδρῶτα
στά λιανά συγκεχυμένα κλαριά.
Ἂν τύχει κάποτε
καιρός κατάλληλος
νά τό συλλογιστεῖ ἡ δημόσια ὑπηρεσία
μπορεῖ νἂρθει ἓνας εἰδικός μέ ἐντολή
νά καθαρίσει ,νά ἐπιμεληθεῖ ,νά καλλιεργήσει
χαράζοντας ποικίλα σχήματα γεωμετρικά
διασταυρώνοντας διαγώνιες καί ευθεῖες
κατά τούς τρόπους πού ἐπιτρέπει ἡ λογική
προσπαθώντας ν'ἀλλάξει σέ περιβόλι
τούτη τήν ἐξώτερη μοναξιά.
Ν.Γ.ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ,Χῶρος Κοιμητηρίου
Ἀπό τἠν ἐνότητα τῶν ποιημάτων "ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ'' ἡ ὁποία γράφτηκε σέ 40 μέρες μετά τό Μάιο τοῦ 1958,ὃπου καί ὁ θάνατος τῆς μητέρας τοῦ Ν.Γ.Πεντζίκη.