Θυμότανε μιά ἱστορία,άπό τίς πρῶτες ἱστορίες πού ἂκουσε στήν πλώρη,γιά τή Μαρσίλια καί τόν κάβο της,τῆς Συλλογῆς.Λίγα μίλια ἒξω ἀπό τή Μαρσίλια εἶναι ἒνας σταχτής σουβλερός κάβος,πού οἱ Ρωμιοί θαλασσινοί ,οἱ καραβίσιοι,τόν εἲχανε βαφτίσει Κάβο τῆς Συλλογῆς.
Ἐκείνα τά χρόνια τά γαλαξειδιώτικα καί χιώτικα καράβια καί τά κασώτικα καί τά κουμιώτικα εἲχανε τή Μαρσίλια ὃπως ἒχουνε τ’ἀνδριώτικα καί τά κεφαλονίτικα φορτηγά σήμερα τό Κάρδιφ καί τό Ροζάριο.Ποῦ τἂχανες,ποῦ τἂβρισκες,πού λέει ὁ λόγος,ἐκεῖ πηγαίνανε καί ξεφορτώνανε μέ στάρια ἀπ’τή Μαύρη θάλασσα.Μόνο τά κουμιώτικα πηγαίνανε μέ κρασιά δικά τους ,ἧταν τά πιό πλούσια,γιατί ὁ κάθε ναύτης δέν ἧταν μόνο μέ μισθό,εὶχε καί τό κρασί του,τό μερτικό στή στοίβα τίς βαρέλες πού ἢτανε στ’ἀμπάρια.
Κι ἢτανε λέει ἡ Μαρσίλια τότε νέα Βαβυλών.Σόδομα καί Γόμορα,μόνο ὂρεξη καί λεφτά γιά ξόδεμα νἂχεις καί ἀπό τ’ἂλλα ὃλα.Καί πολλοί καπεταναῖοι,λέει,ξεχνούσανε νά φύγουνε στήν ὣρα τους γιά τά μαῦρα μάτια κάποιας Νινέτ,ἢ τά γαλανά κάποιας Νινόν,τρώγανε ὃλα τά λεφτά τους,κι ὓστερα,μόλις κάνανε πανιά,σα βγαίνανε στό πέλαγο,τό συλλογιόντουσαν τό τί εἲχανε κάνει καί μέ τί μούτρα θά γυρίζανε στά σπίτια τους.Ἀπό ἐκεῖνο τόν κάβο κρατούσανε τό κεφάλι τους μέ τά δυό τους χέρια καί,λέει,δέ εἶναι οὒτε ἒνας ,οὒτε δύο οἱ καπετάνιοι πού πέσανε νά πνιγοῦνε σ’ἐκεῖνα τά νερά.Γι’αύτό τόν βγάλανε «Κάβο τῆς Συλλογῆς.Γι’αὐτόνε ὃμως τώρα ὃλοι οἱ κάβοι τῆς γῆς κάβοι Συλλογῆς εἲχανε γίνει.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΟΥΛΗΣ,ΛΥΣΙΚΟΜΟΣ ΕΚΑΒΗ,ΕΚΔ.ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΥ-ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΚΥΜΗΣ