Ο Νίκος Καρούζος πέθανε
πότης και πάμφτωχος,αφού προηγουμένως διέλυσε με φροντίδα τη ζωή του.Έλεγε ότι
το κοινωνικό του εγώ είναι μια ενόχληση,ότι για να είναι σε θέση να γράφει
όφειλε να προσεγγίσει μια σφαίρα μηδενός.Έλεγε επίσης ότι αυτό που διέκρινε την
ποίησή του ήταν το γεγονός ότι ήταν απόλυτα βιωμένη.Καθώς ήταν,μάλλον,η
μοναδική αληθινή ζωή του.
Αν αυτές οι βιωματικές
λεπτομέρειες και αυτές οι προθέσεις φωτίζουν κατάλληλα το έργο του
Καρούζου,αυτό δεν συμβαίνει λιγότερο με τα ποιήματά του. Ό,τι διαβάζουμε στην
ποίηση μας παρουσιάζεται συνήθως ως το
αποτέλεσμα μιας εργασίας,μιας δόμησης μιας αποσταθεροποίησης.Η ποίηση του
Καρούζου,ωστόσο αφήνοντας κατά μέρος κάθε αξιολογική κρίση,μου βάζει τρικλοποδιά όπως καμιά άλλη.Αυτό που διαβάζω είναι άραγε μια σχεδόν πρωτογενής
παρόρμηση,ένα προϊόν αυτόματης γραφής,ή μήπως ένα κείμενο ξαναγραμμένο δέκα
φορές,εκατό φορές-λίγο ενδιαφέρει,γίνεται αισθητός στο σημείο αυτό ένας κοχλασμός,μια παρέκκλιση,γίνεται
αισθητή η ποίηση εν τω γίγνεσθαι,μέσα στην έξαψη,την επείγουσα ανάγκη,τη
βία,και επίσης τον σκοτεινό λόγο-γιατί δεν υπάρχει χρόνος για εξηγήσεις,δεν
πρέπει να ξεφύγει από τα χέρια αυτό που τρέχει μπροστά και στη μέση αυτού του
μένους,διακρίνω την ίδια στιγμή ένα είδος αθωότητας(άρνηση του ποιητή να
υπολογίσει,να είναι μετρημένος;)κι ακόμη ξεπηδώντας στην επιφάνεια εδώ κι
εκεί,ένα παράξενο χιούμορ αλλοπαρμένο.’’Υπήρξα πάντα παίκτης’και ‘’Αυτό που
μ’έσωσε ήταν το χιούμορ’’’λέει ο Καρούζος.
Έτσι συμβαίνει και τα
ποιήματα παρεκκλίνουν.Και όλο το έργο ακολουθεί την κίνηση.Ο Καρούζος στα πρώτα
του βήματα είδε να προσάπτουν δύο χαρακτηρισμούς ετικέτες:Αυτή του σουρεαλιστή
ποιητή και αυτή του θρησκευτικού ποιητή.Στην πραγματικότητα,γρήγορα θα αρνηθεί
τον σουρεαλισμό,καθώς το εν λόγω ζήτημα μουμιοποιήθηκε,και θα δεί στη θρησκεία
πάνω απ’ όλα,μια πηγή από εικόνες,στο μέτρο που γι’ αυτόν ό,τι υπάρχει είναι ιερό.Η συνέχεια της διαδρομής
του θα τον φέρει ουσιαστικά πιο κοντά στον Κάφκα και τον Μπέρετ,παρά στον
Κλοντέλ ή στον Πατρίς ντε λα Τούρντι Πέν,ολοένα και πιο ερμητικό,παθιασμένο,αμετανόητο,αναρχικό.Ωστόσο
η διαδρομή αυτή ακολουθείται χωρίς την παραμικρή ρήξη:θα ξαναβρούμε ,από την
μια άκρη στην άλλη,το ίδιο άγχος,την ίδια εντύπωση αδιεξόδου,πνιξίματος.την
ίδια κατάσταση μόνιμης επαναστατικότητας την ίδια ζωτική χρήση της ποίησης.Ο
ορισμός της ποίησης ως μια άσκηση
αναπνοής,που οφείλεται στον
Γκίσμπεργκ,εφαρμόζεται διττά στον Καρούζο,η ποίηση είναι αυτή που τον σώζει από
την ασφυξία,και τα ποιήματά του με την σειρά τους μας βοηθούν να αναπνέουμε
μέσα από την πνοή που τα ζωντανεύει—την πνοή που,στην ποίηση δεν είναι τίποτα
περισσότερο από τον ακριβή ρυθμό της συγκίνησης.
Ο Καρούζος.αυτός ο
άγριος θα γίνει άραγε ένας κλασικός;Αυτό
που είναι σίγουρο είναι ότι οι νεότεροι Έλληνες ποιητές ,στην πλειονότητά τους,τον
έχουν τοποθετήσει εδώ και καιρό στο πάνθεον τους.
Του Μισέλ Βόλκοβιτς,περ.Διαβαζω αρ.393
(το κείμενο είναι απ’ το σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση
των ποιημάτων στα Γαλλικά)