Φαντάζομαι πὼς ἐκεῖνο ποὺ ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ βγοῦν
ἀπό τὸν ἐαυτό τους,νὰ πετάξουν ἓνα σωρὸ σκονισμένα πράγματα,εἶναι τὸ
προκαταρκτικό συναίσθημα μιὰς παγερῆς μοναξιᾶς,ἑνός ἂσπρου κενοῦ ποὺ εἶναι ἀδύνατο
νὰ κοιτάξει κανείς καθαρά χωρίς φρίκη.
Ἒτσι βαστιοῦνται καὶ σώζονται οἱ κοινωνίες
ΜΕΡΕΣ,ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 1931