Ἀρκεῖ γάρ τῶ σταυρουμένω
συνεγερθῆναι τῶ Ἰησοῦ
(Βαρσανουφίου ἀποκρίσεις,156)
Έτσι συμβαίνει και τα
ποιήματα παρεκκλίνουν.Και όλο το έργο ακολουθεί την κίνηση.Ο Καρούζος στα πρώτα
του βήματα είδε να προσάπτουν δύο χαρακτηρισμούς ετικέτες:Αυτή του σουρεαλιστή
ποιητή και αυτή του θρησκευτικού ποιητή.Στην πραγματικότητα,γρήγορα θα αρνηθεί
τον σουρεαλισμό,καθώς το εν λόγω ζήτημα μουμιοποιήθηκε,και θα δεί στη θρησκεία
πάνω απ’ όλα,μια πηγή από εικόνες,στο μέτρο που γι’ αυτόν ό,τι υπάρχει είναι ιερό.Η συνέχεια της διαδρομής
του θα τον φέρει ουσιαστικά πιο κοντά στον Κάφκα και τον Μπέρετ,παρά στον
Κλοντέλ ή στον Πατρίς ντε λα Τούρντι Πέν,ολοένα και πιο ερμητικό,παθιασμένο,αμετανόητο,αναρχικό.Ωστόσο
η διαδρομή αυτή ακολουθείται χωρίς την παραμικρή ρήξη:θα ξαναβρούμε ,από την
μια άκρη στην άλλη,το ίδιο άγχος,την ίδια εντύπωση αδιεξόδου,πνιξίματος.την
ίδια κατάσταση μόνιμης επαναστατικότητας την ίδια ζωτική χρήση της ποίησης.Ο
ορισμός της ποίησης ως μια άσκηση
αναπνοής,που οφείλεται στον
Γκίσμπεργκ,εφαρμόζεται διττά στον Καρούζο,η ποίηση είναι αυτή που τον σώζει από
την ασφυξία,και τα ποιήματά του με την σειρά τους μας βοηθούν να αναπνέουμε
μέσα από την πνοή που τα ζωντανεύει—την πνοή που,στην ποίηση δεν είναι τίποτα
περισσότερο από τον ακριβή ρυθμό της συγκίνησης.
στο σκοτάδι μουΛυμνάζει σ'ένα μάτι υγρός σκέτος ουρανός, τόσο περιπλέκονται οι εικόνες: _όλα τα ενδεχόμενα σφραγίζονται να μην διαρρεύσει ο χρησμό...